- φιγουράρω
- φιγουράρω, φιγουράρισα βλ. πίν. 55
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
φιγουράρω — Ν 1. προκαλώ εντύπωση, φαντάζω 2. κάνω φιγούρα, επιδεικνύομαι 3. φαίνομαι, εμφανίζομαι («η φωτογραφία της φιγουράρει σ όλα τα λαϊκά περιοδικά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. figurare «φαίνομαι, φαντάζω» (< figura, πρβλ. φιγούρα)] … Dictionary of Greek
φιγουράρω — φιγουράρισα 1. αμτβ., κάνω φιγούρα (βλ. λ.), κάνω εντύπωση, προκαλώ εντυπώσεις: Η φωτογραφία του φιγουράρει στην πρώτη σελίδα του περιοδικού. 2. εμφανίζομαι επιδεικτικά, επιδείχνομαι, φαντάζω: Φιγουράρει για σπουδαίος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)